ΕΝΟΡΙΑ ΔΑΜΑΝΙΩΝ
Η Ενορία Δαμανίων συστάθηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1927, όταν, οι πρώτοι ενορίτες μετά από πολλά δεινά που υπέστησαν κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά και των πρώτων χρόνων που την ακολούθησαν, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Δαμάνια. Η πρώτη τους φροντίδα ήταν να στήσουν Ναό για να λατρέψουν το όνομα του Θεού. Το μόνο κτίσμα που προσφερόταν για αυτήν τη υπόθεση ήταν ένα μισοχαλασμένο Τζαμί. Ο έμπειρος τεχνίτης Χατζηπέτρος Ουστάμπασης, με την φροντίδα και συνεργασία του Ιερομόναχου Ιακώβου του Επανωσηφήτου το διαμόρφωσαν σε Ναό, και μετά από αλλεπάλληλες κληρώσεις απεφάσισαν να τιμάται στο όνομα του Τιμίου Σταυρού.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ. Τιμόθεος στις 11 Σεπτεμβρίου 1997, κατά την διάρκεια ειδικής τελετής, εξέφρασε την ευαρέσκεια της εκκλησίας, απονέμοντας ευεγερτήρια διπλώματα, στους λιγοστούς επιζόντας, τιμώντας στο πρόσωπο τους, τους πρώτους ενορίτες, παρουσία και ως εκπροσώπου της Βουλής των Ελλήνων του κ. Δημητρίου Σαρρή, τ. υφυπουργού, και άλλων.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ.Τιμόθεος 11 Σεπτεμβρίου 1997 |
Ο Εφημέριος Δαμανιών 11 Σεπτεμβρίου 1997 |
Η Ενορία Δαμανίων διαθέτει τέσσαρες Ναούς:
Ο Ενοριακός Ναός του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος θεμελιώθηκε τον Νοέμβριο του 1950, κατά τον καιρό της εφημερίας του π. Τιμοθέου Τσαγκαράκη, και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1963 τελέσθηκε η πρώτη θεία λειτουργία, με εφημέριο τότε τον π. Ευμένιο Γωνιανάκη, πού υπηρέτησε επί 33 ολόκληρα χρόνια στα Δαμάνια. Τα δε Εγκαίνια του Ναού γίνανε στις 13 Νοεμβρίου 1969, από τον Μακαριστό πρώτο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κυρό Ευγένιο.
Ο παλαιός Ναός του Τιμίου Σταυρού, το πρώην τζαμί, που εγκαταλείφθηκε όταν λειτούργησε ο μεγάλος Ναός, και ανακαινίσθηκε και ξαναλειτούργησε, εξοπλισμένος και με αντικείμενα φερμένα από την Μικρά Ασία, στις 11 Σεπτεμβρίου 1996. Αποφασίσθηκε δε να πανηγυρίζει στις 11 Σεπτεμβρίου ημέρα των Μικρασιατών Μαρτύρων.
Εσωτερική άποψη του παλαιού Ναού του Τιμίου Σταυρού |
|
Εξωτερική άποψη με το μνημείο |
Το μνημείο των σφαγέντων στη Μικρά Ασία (1995) |
Ο Βυζαντινός της Ζωοδόχου Πηγής. Σύμφωνα με την 342α/2785 αναφορά της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, είναι η μοναδική βυζαντινή εκκλησία της περιοχής του οικισμού, ενώ η καθηγήτρια της Βυζαντινής αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Ρεθύμνου,κ.Παπαδάκη αναφέρει ότι αγιογραφήθηκε στα 1399. Η Εκκλησία αυτή αναστηλώθηκε και με την βοήθεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας, από 15 Φεβρουάριου 1979 μέχρι 9 Μαΐου 1986, οπότε έγινε και η πρώτη θεία λειτουργία μετά από «ο Θεός» ξέρει πόσα χρόνια.
Του κοιμητηρίου Των Αγίων Πάντων. Τα εγκαίνια της οποίας έκαμε ο Σεβασμιότατος αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ. Τιμόθεος στις 11 Σεπτεμβρίου 1995.
'Eχουν γραφτεί τόσα πολλά για την
μικρασιατική καταστροφή, που θα έλεγε
κανείς ότι το θέμα έχει τελειώσει. Κι
όμως δεν εξαντλήθηκε ακόμη, και δεν θα
πάψει να θυμίζει στον Ελληνικό λαό, που οδήγησε ο άκρατος[1] εγωισμός των ταγών του
έθνους, και ο φανατισμός του πλήθους προς
τα πρόσωπα τους. ‘Οσο υπάρχουν ακόμη
επιζώντες από εκείνη, την μεγαλύτερη
ταπείνωση που υποστείκαμε ως έθνος, τόσο
οι πληγές αν και ως ένα σημείο επουλώθηκαν τα σημάδια τους θα παραμένουν.
Από αυτούς τους μεγάλους σε
ηλικία, σήμερα ανθρώπους, αντλήσαμε
πληροφορίες, προσπαθώντας να δώσουμε ένα
χρονικό που αφορά το χωριό μας. 'Ισως είναι ατελές, αλλά είναι η δική μας καταγραφή σε μια λεπτομέρεια της ιστορίας, που θα περνούσε απαρατήρητη αν δεν ήταν ακόμα
και σήμερα 70 και πλέον χρόνια η πικρία
και η αγωνία της προσφυγιάς ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των παππούδων μας. Μέρα δεν περνά χωρίς θύμιση και πόνο.
ΣΕΛΕΥΚΕΙΑ: Σελεύκεια λέγεται μία από τις 12 πόλεις που έκτισε ο στρατηγός του μεγάλου
Αλεξάνδρου Σέλευκος ο Α! ο Νικάτορας και
οι διάδοχοι του, η μόνη που υπάρχει μέχρι
σήμερα.
Διαβάζομε στην
εγκυκλοπαίδεια Κόσμος τόμος 24 σελ.87 αυτό που μας ενδιαφέρει.
"5) Σελεύκεια η τραχεία. Πόλη της Κιλικίας, μία από τις σημαντικότερες της περιοχής. Ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Σέλευκο Α! στις όχθες του ποταμού Καλίκανδνου και κατά την ρωμαϊκή εποχή
παρουσίασε μεγάλη ακμή. Στα χρόνια τα βυζαντινά
ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής. Η πόλη υπάρχει ακόμα και σήμερα,
ανήκει στο νομό Αδάνων και πριν τη μικρασιατική καταστροφή είχε και 'Ελληνες κατοίκους. Σώζονται αρκετά ερείπια,
κυρίως ρωμαϊκά."
Είναι ή ίδια πόλη εκείνη που
πέρασε ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Βαρνάβα και άλλους, κηρύσσοντας την νέα Χριστιανική θρησκεία όπως αυτό περιγράφεται στις πράξεις των Αποστόλων. (Ιγ4)
'Αφήνοντας βαθιά χαραγμένη την
Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη στην καρδιά
των κατοίκων μέχρι τις ημέρες του 1922.
'Ετσι ή Εκκλησία του χωριού Τσίβλικ (Μετόχι) να στηρίζεται σε
τέσσερις κολώνες από την αρχαία εκείνη
πόλη, το χωριό είχε και ξωκλήσι της
Παναγίας, ο καθεδρικός ναός ήταν
αφιερωμένος στον 'Αγιο Γεώργιο τον
Τροπαιοφόρο. Εφημέριος της Ενορίας ήταν ο
παπά Σάββας Αντωνιάδης. Στο Χωριό Τσίβλικ
της επαρχίας Μυρσίνης του νομού Αδάνων,
μισή ώρα δρόμο από την Σελεύκεια ο πληθυσμός του ήταν 150 οικογένειες όλες
Χριστιανικές με πρόεδρο την εποχή εκείνη το Γιώργο Παυλόγλου (Χαλβατζή).
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, που μαίνονταν εκείνη την εποχή το Τουρκικό
Κράτος είχε εξορίσει τους άνδρες του χωριού στο Κουρδιστάν, στο Χαλέπι, και
αλλού. Λίγοι ηλικιωμένοι και τα
γυναικόπαιδα είχαν απομείνει πίσω στο Τσίβλικ να φροντίζουν τη ζωή τους.
Δύο ώρες πιο μακριά υπήρχε ο
νερόμυλος του Γεωργίου Μπαζαξόγλου που σύχναζε ο Αντώνιος Τολλού, 60
χρόνων τότε με απαράμιλλο θάρρος και υπερφυσική δύναμη, λένε πως πάλευε με δέκα άνδρες και τους ενοικούσε. Σε αυτό το μύλο λοιπόν άλεθαν τα σπαρτά τους
οι Τσιβλικανοί. Εκεί έστησαν ενέδρα άτακτοι Τούρκοι, και όταν πήγαν οι νέοι του χωριού ανύποπτοι
τους κατάσφαξαν. Ο γέρο Τολλού μαχόταν όπως μπορούσε, αλλά με αλυσίδες που στις άκρες είχαν γάντζους τον χτύπησαν και
όταν απόκαναν οι δυνάμεις του είχε το ίδιο τέλος.
Ο ακριβής αριθμός των σφαγιασθέντων δεν είναι γνωστός τα ονόματα όμως που
θυμόμαστε είναι τα παρακάτω
Αναστασιάδης |
Απόστολος |
ετών 15 |
Ασλάνογλου |
Σπυρίδων |
ετών 18 |
Βογιατζής |
Γεώργιος |
ετών 19 |
Μπαλτζόγλου |
Δημήτριος |
ετών 18 |
Ουστάμπασης |
Γεώργιος |
ετών 18 |
Πατζαξόγλου |
Μαρία |
ετών 40 |
Πετρίδη |
Δέσποινα |
ετών 60 |
Πετρίδης |
Γεώργιος |
ετών 17 |
Προδρομόσογλου |
Γεώργιος |
ετών 18 |
Τολλού |
Αντώνιος |
ετών 60 |
Τοπάλογλου |
Σάββας |
ετών 16 |
Τσολάκογλου |
Νικόλαος |
ετών 17 |
και ένα μικρό παιδί 3 χρόνων Θεοδοσία εγγονή του
μυλωνά.
Όταν το σούρουπο, δεν
επέστρεψαν από τον μύλο οι νέοι, οι χωριανοί στείλανε τον Νικόλα Αναμουρλού να
μάθει τον λόγο της καθυστέρησης.
Αυτός όταν πήγε και είδε το
ποτάμι να έχει βαφτεί κόκκινο από το αίμα των θυμάτων κατάπιε στην κυριολεξία
την γλώσσα του και τρέχοντας επέστρεψε στο χωριό να φέρει το θλιβερό μαντάτο,
μη μπορώντας όμως να μιλήσει έκανε νοήματα και έβγαζε άναρθρες κραυγές για να
καταλάβουν.
Ειδοποιημένος ο Διοικητής
της αστυνομίας στη Σελεύκεια, έστειλε
αμέσως χωροφύλακες να ασφαλίσουν τους υπόλοιπους μέσα στην Εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου. Οι φύλακες τώρα, δυνάστευαν περισσότερο τους έγκλειστους, και χρειάστηκε και δεύτερη επέμβαση του
Διοικητή, ο οποίος και μαστίγωσε κάποιους
από αυτούς και αντικατέστησε τους σκοπούς.
Την άλλη ημέρα μόλις
ξημέρωσε, χωρίς να τους επιτρέψουν να
πάρουν μαζί τους τίποτε άλλο εκτός από λίγα ρούχα, με συνοδεία χωροφυλάκων τους πήγαν στο λιμάνι, Πέτρινη σκάλα,
το όνομα του, μισή ώρα απόσταση από το
Τσίβλικ και εκεί συνάντησαν και άλλους Χριστιανούς 'Ελληνες από τα κοντινά χωριά Μπαξέ και Μάρα, που είχαν υποστεί την ίδια μεταχείριση. Ο μόλος του λιμανιού ήταν φτιαγμένος για ψαροκάικα, έτσι στριμώχτηκαν στις βάρκες όσοι πρόλαβαν
για να πάνε μέχρι το καράβι που περίμενε στα βαθιά νερά. Στην βιασύνη πάνω και στην ανακατωσούρα έπεσε μια γυναίκα στη
θάλασσα, η Μαριγώ Χατζιβασιλείου, την οποία με αυταπάρνηση περισυνέλεξαν και ξεκίνησε το πλοίο με
προορισμό την Κύπρο. Η θαλασσοταραχή ήταν
τέτοια που δεν επέτρεψε να πιάσουν λιμάνι και έτσι συνέχισαν το ταξίδι για
Βηρυτό, την πατρίδα του καπετάνιου.
Η τρικυμία συνεχίζονταν με
την ίδια ένταση, με κίνδυνο το σκάφος να
βυθιστεί. Τότε ο παπά Σάββας αφού διάβασε τις κατάλληλες για την περίπτωση
ευχές της Εκκλησίας έριξε την εικόνα του προφήτη Ηλία στη θάλασσα, (ήταν
μάλλον η γιορτή του) και τα νερά
ηρέμισαν. Ομαλά πια μπόρεσαν να αράξουν στη Βηρυτό.
Στοιβαγμένοι σε μία αποθήκη, με βουρκωμένα μάτια κυνηγημένοι και
τρομαγμένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους
ποιος γλίτωσε; ποιος έφτασε μέχρι
εδώ; και αγωνιώντας για το μέλλον
περίμεναν το καράβι το Ελληνικό που θα τους μετάφερε στην πατρίδα, όπου ήλπιζαν να βρουν ασφάλεια και καταφύγιο. 'Ετσι
δεν επιβιβάστηκαν στο Αμερικάνικο υπερωκεάνιο που θέλησε να τους πάρει
φωνάζοντας Ελλάδα Ελλάδα.
'Ενας μήνας φτώχειας, πείνας και εξαθλίωσης πέρασε μέχρι να έρθει
το καράβι που θα τους μετέφερνε στην Ελλάδα.
Ανέβηκαν στο πλοίο
αφήνοντας πίσω στην Βηρυτό τον παπά
Σάββα. Αφού πέρασαν από την Τρίπολη για να πάρουν από εκεί Ποντίους ομότυχους 'Ελληνες, ταξίδευαν 17 ολόκληρες μέρες στα νησιά του Αιγαίου προσδοκώντας να
αποβιβαστούν, χωρίς να γίνονται δεχτοί.
Την δεκάτη έβδομη μέρα ενώ ήταν έξω από την Πάτρα πίστεψαν πως θα πατήσουν
στεριά, όταν συνέβη ένας θάνατος στο
σκάφος. Μια γυναίκα είχε πεθάνει, με
αποτέλεσμα να τεθεί το πλοίο σε καραντίνα και να υποχρεωθούν να συνεχίσουν το
ταξίδι προς την Κεφαλλονιά.
Στη θέση Άσσος της
Κεφαλλονιάς, ξεφόρτωσε το πλοίο το
ανθρώπινο φορτίο του. Εκεί σε δύο βίλες
Ελληνοαμερικανών εγκαταστάθηκαν, και για
ένα χρόνο προσπαθούσαν να ζήσουν από τα προϊόντα της θάλασσας. Επειδή δεν τα
κατάφερναν ξεκίνησαν για την Ηγουμενίτσα.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε να τους δώσει κλήρο (χωράφια).
Στην Ηγουμενίτσα, έμειναν για τέσσερα χρόνια, όπου και ήλθαν να τους βρουν, μετά την συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών
μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, οι εξόριστοι
άνδρες, άλλοι αρτιμελείς και άλλοι
ανάπηροι, άλλοι υγιείς και άλλοι άρρωστοι, όλοι όμως με το στίγμα του εξόριστου
ξενιτεμένου και πρόσφυγα.
Ζούσαν σε αντίσκηνα,
κοντά σε Τουρκαλβανούς. ‘Έχοντας επικεφαλή την εποχή εκείνη τον Ανδρέα Πετρίδη
που ήταν δάσκαλος και ψάλτης, προσπαθούσαν
να επιβιώσουν και εκλιπαρούσαν για κανένα μεροκάματο, που τις πιο πολλές φορές ήταν στην κυριολεξία ένα κομμάτι ψωμί.
Τα χρόνια που πέρασαν η ζωή
δεν καλυτέρευε, γι’ αυτό τον λόγο
στείλανε στην Κρήτη, όπου άκουαν πως
είναι καλύτερα αντιπροσωπεία που την αποτελούσαν οι:
1)Μπαζαξής Γεώργιος. 2) Δημητρίου Αβραάμ. 3) Σαάπογλου Γαβριήλ.
Αυτοί αφού ήλθαν στην Κρήτη, είδαν και επιστρέψανε στον τόπο που λέγετε
σήμερα νέα Σελεύκεια. ’Έπεισαν αρκετούς και παρά τις αντιρρήσεις του Γαβριήλ
Σαάπογλου να κατεβούν στην Κρήτη, ήλθαν
και εγκαταστάθηκαν στη θέση Δαμάνια, οι 54 οικογένειες από τις 150 που ζούσαν στο χωριό Τσίβλικ της Μικρά Ασίας. Μιά καινούργια ζωή, μια άλλη ιστορία αρχίζει.
Δαμάνια, εδώ πρέπει να σταθούμε, να δούμε τι ήταν ο τόπος αυτός.
Διαβάζομε στην έκδοση "Κρήτη το
αφιέρωμα" τόμος 12ος τοπικές ιστορίες 1985.
"ΔΑΜΑΝΙΑ: Τα Δαμάνια είναι χωριό και
κοινότητα της επαρχίας Μονοφατσίου Ηρακλείου.
Η απόσταση από το Ηράκλειο είναι 35 χμ. Τα Δαμάνια είναι χτισμένα σε υψόμετρο 418 μετρ,
πάνω από τον κάμπο της Μεσσαράς.
Οι κάτοικοι που ζουν εδώ
ανέρχονται σε 496. Τα κυριότερα προϊόντα
της περιοχής είναι λάδι, σταφίδα, κηπευτικά αρκετά κτηνοτροφικά προϊόντα και
λίγα δημητριακά.
Κοντά στα Δαμάνια υπήρχε το
χωριό Κεφάλα, που το κατέστρεψαν οι
Τούρκοι όταν έφευγαν. Έχει διασωθεί μόνο
ένα ερειπωμένο κτίσμα. Στην ίδια
κοινότητα ανήκουν οι οικισμοί Αρκάδι και Μελιδοχώρι.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Ν.Πλάτωνα το όνομα του χωριού προέρχεται από
παλιότερο τύπο Δαμάϊα και αυτό από το Δα-Μα=μήτηρ γη Στα Δαμάνια βρέθηκε από τον
Ξανθουδίδη σημαντικός μινωικός θολωτός
τάφος που ανακαλύφτηκε τυχαία το 1915,
στη θέση Κουρήνα, από τον Τούρκο
ιδιοκτήτη του αγρού. Ο τάφος ήταν γεμάτος
νερό που το χρησιμοποιούσαν οι Μουσουλμάνοι.
Ο τάφος τοποθετείται χρονολογικά στον 13ο
αιώνα, όταν ο μινωικός πολιτισμός
βρισκόταν σε παρακμή. Η αρχιτεκτονική του
κατασκευή του δίνει μία από τις σημαντικότερες θέσεις στους μυκηναϊκούς τάφους
της Κρήτης.
Η παλιότερη εκκλησία του
χωριού είναι της Ζωοδόχου πηγής, βυζαντινού
ρυθμού με αγιογραφίες, η οποία ανακαινίζεται, και του Τιμίου Σταυρού."
Επανέρχονται οι Χριστιανοί
Έλληνες σε τόπο που ζούσαν οι πρόγονοι τους,
και τι βρήκαν; Δέκα σπίτια κατοικήσιμα
όλα κι όλα, και το τζαμί που
χρησιμοποιούσαν οι Μουσουλμάνοι να στέκουν μόνο οι τέσσερις τοίχοι. Τα σπίτια αυτά τα είχαν κτίσει άλλοι
πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη που δεν μπόρεσαν να στεριώσουν εκεί.
Αμέσως ρίχτηκαν στη δουλειά
και με επικεφαλή τότε τους Βασιλειάδη Μιχαήλ πρόεδρο, Κουλτζή Αβραάμ και Καλαϊτζόγλου Γαβριήλ, ζητώντας και την συνδρομή του κράτους με εκπρόσωπο της επιτροπής
προσφυγών τον κ.Νομίδη, κατάφεραν μέσα σε ένα χρόνο να κτίσουν άλλα 44 σπίτια,
για να κοιμηθούν επιτέλους μετά από ταλαιπωρίες πέντε χρόνων στεγασμένοι σε
χώρο δικό τους. Ήταν τότε το 1927-1928.
Στα 1929 λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολείο, στο χώρο του τζαμιού, τον
οποίο κατάφερε να επισκευάσει ο έμπειρος τεχνίτης Χατζιπέτρος Ουστάμπασης, και με την φροντίδα και συνεργασία του
Ιερομόναχου Ιακώβου του Επανωσηφήτου το διαμόρφωσαν σε Ναό, έτσι που λειτουργούσαν στο ίδιο χώρο σχολείο
και Εκκλησία, κάτι που δε γινόταν για
πρώτη φορά.
'Οταν το 1933 άδειασε ένα σπίτι, το
σημερινό νηπιαγωγείο μεταφέρθηκε το σχολείο με πρώτη δασκάλα την Ηρακλειώτισσα
Ευαγγελία Δρακάκη που είχε ένα επιπλέον πρόβλημα. Την εκμάθηση της Ελληνικής
γλώσσας στα μικρά προσφυγόπουλα.
Την ίδια χρονιά έγινε και η
κλήρωση για να αποφασίσουν τι όνομα θα δώσουν στην Εκκλησία του χωριού πλέον. Μετά από τρεις φορές που το χέρι της μικρής
Μαρίας Ασλάνογλου έβγαλε από την κληρωτίδα το όνομα του Τιμίου Σταυρού ονομάστηκε
έτσι ο ναός. 'Ισως για να θυμίζει και στις επερχόμενες γενιές το Σταυρό του
Μαρτυρίου που σήκωσαν μέχρι να εγκατασταθούν στο τόπο αυτό.
Ο π.Ιάκωβος δεν έμεινε πολύ στα καθήκοντα του εφημερίου. Τις λατρευτικές ανάγκες του νεοσύστατου
χωριού εξυπηρετούσαν από το κοντινό Μοναστήρι του Αγίου Γεώργίου του Επανωσήφη, Ιερομόναχοι μέχρι που ανέλαβε καθήκοντα
εφημερίου ο Ηγούμενος της Μονής Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Τσαγκαράκης, ο οποίος στο οικόπεδο που το μισό χάρισε η
Μονή και το άλλο μισό δώρισε ο Μιχαήλ Βασιλειάδης, θεμελίωσε τον νέο μεγάλο Ναό που είναι ο καθεδρικός σήμερα.
Από τότε πέρασαν πολλά
χρόνια, σχεδόν 70, το χωριό επέζησε, το
χαμόγελο άνθησε στα πικραμένα χείλη των προσφύγων.
Παντρεύτηκαν οι
νέοι, δημιουργήθηκαν νέες οικογένειες τα
παιδιά πληθύνανε τόσο που δεν τους χωρούσε ο τόπος, έτσι το 1977, πενήντα
χρόνια από την εγκατάσταση τους στο χωριό,
οι κάτοικοι να είναι 450, το δημοτικό
σχολείο να έχει 56 παιδιά και το
νηπιαγωγείο 17.
Καθώς οι απαιτήσεις στη ζωή
μεγάλωναν, οι νέοι άρχισαν να κατεβαίνουν
στο Ηράκλειο προσδοκώντας καλύτερη τύχη από τους πατέρες τους. ‘Έτσι φτάσαμε σήμερα το 1995 να έχουμε στο δημοτικό σχολείο 19 παιδιά και το νηπιαγωγείο να έχει κλείσει.
Τελειώνοντας αυτό το χρονικό
της προσφυγιάς των Τσιβλικανών που μετονομάσθηκαν σήμερα Δαμανιανοί, και που βασίζεται στις διηγήσεις των
γεροντότερων, που θέλησαν να ξαναθυμηθούν
τις πίκρες τους, αλλά κυρίως στη μαρτυρία
των ιεροψαλτών: Καλαϊτζόγλου Χαραλάμπους
και Κουλτζή Αντωνίου κάνουμε μια ευχή.
ΠΟΤΕ ΜΑ
ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ ΤΕΤΟΙΟΣ
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ.
ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ
ΠΑΤΡΙΔΑ
Πατρίδα με την στενή έννοια
του όρου σημαίνει τόπος που κατοικούν άνθρωποι της ίδιας φυλής, ίδιας γλώσσας,
ίδιας θρησκείας με ίδιες συνήθειες και γενικά με τα ίδια ήθη και έθιμα.
Στη διάβα των αιώνων, οι
πόλεμοι και οι ανακατατάξεις δημιούργησαν νέες πατρίδες για ορισμένους
ανθρώπους. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι
πρόσφυγες, που με νοσταλγία ομιλούν για αλύτρωτες και σκλαβωμένες πατρίδες, περιγράφοντας την ζωή τους εκεί με παραστατικότητα,
πιστεύοντας ότι ήταν ή καλύτερη που μπορούσε να γίνει.
Προερχόμαστε από μία τέτοια
πατρίδα και εμείς, το χωριό Τσίβλικ, κοντά στη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας, από
όπου όταν κυνηγημένοι έφυγαν οι παππούδες μας δεν μπόρεσαν να πάρουν τίποτα από
τα υπάρχοντα τους, τίποτα από το νοικοκυριό τους, τίποτα από την περιουσία
τους, και όμως σε αυτή την δύσκολη στιγμή μπόρεσαν να πάρουν τις εικόνες για να
μη πέσουνε σε χέρια βέβηλα, έτσι σήμερα στο σκευοφυλάκιο της Εκκλησίας μας να
βρίσκονται πολύτιμη παρακαταθήκη και σημείο αναφοράς για εμάς τους νεώτερους
τρεις εικόνες και ένας Σταυρός.
Αναφέρουμε εδώ αυτούς που
τις παράδωσαν στο ναό για φύλαξη και μνημόσυνο αιώνιο.
ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ Γεώργιος Κεαλάρ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Μαριγώ Χατζιβασιλείου.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ Σωφρονία Ασλάνογλου
ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ Μαρία
Μωισόγλου.
|
|
|
|
Σαν απόδειξη το πόσο βαθιά
ήταν χαραγμένη η πίστη στην καρδιά τους. Με την πεποίθηση ότι το ίδιο θα ίσχυε
και στα Δαμάνια όταν ήλθαν, ζήτησαν ιερέα δικό τους, θεωρώντας αδιανόητο, ότι
είχαν στην μουσουλμανική Τουρκία να τους λείπει εδώ στην Χριστιανική Ελλάδα,
Πώς ζούσαν όμως στη πατρίδα;
Εκείνη μάλιστα την εποχή, που δεν υπήρχε το ηλεκτρικό ρεύμα και γενικά η
εξέλιξη δεν είχε κάνει τα άλματα των τελευταίων χρόνων;
Το σίγουρο είναι ότι ζούσαν
αρμονικά με τους Τούρκους για πολλές γενιές, και με νοσταλγία πολύ οι πιο
μεγάλοι θυμούνται καλές στιγμές, όταν τα απόβραδα μαζευόντουσαν πότε στο ένα
σπίτι πότε στο άλλο να κουβεντιάσουν και να τραγουδήσουν κανένα αμανέ. Έτσι
εξηγείται γιατί ποτέ δεν εξ έμεινε το χωριό από ψάλτες. Εκείνη την εποχή δεν
υπήρχαν τα κασετόφωνα για ν΄ ακούνε παθητικά ήταν όλοι ενεργά μέλη της παρέας.
Τα εισοδήματα τους τότε
προερχόταν κυρίως από τα σπαρτά (Σιτάρι κριθάρι καλαμπόκι) που άλεθαν στο
νερόμυλο του Ουστάμπαση, και από τα καρπούζια που ερχόταν καράβι από την Βηρυτό
και φόρτωνε.
Το καλοκαίρι τα μποστάνια
γέμιζαν από ζαρζαβάτια, ενώ το ποτάμι δίπλα τους έδινε τα ψάρια που
χρειάζονταν, και όταν το χειμώνα πάγωνε ανοίγανε τρύπες στον πάγο και από εκεί
βγαίνανε τα χέλια και τα πιάνανε. Το χειμώνα επίσης στις φουσκοθαλασσιές γέμιζε
και ή αλυκή νερό που το καλοκαίρι αφού εξατμιζόταν μαζεύανε το αλάτι.
Παροιμιώδη δε είναι τα
ορτύκια που είχαν, τόσα πολλά που τα παρομοίαζαν με εκείνα που έστειλε ο Θεός
στην έρημο να χορτάσει τους Ισραηλίτες, τα πιάνανε είτε με το όπλο, είτε,
ορισμένοι βέβαια, με γεράκια εκπαιδευμένα.
Το κάθε σπίτι είχε και λίγα
προβατοειδή, άλλο μία άλλο δύο κατσίκες και εξοικονομούσαν το κρέας που χρειάζονταν και το γάλα με τα
παράγωγα του, τυρί βούτυρο κ.λ.π. ιδιαίτερα το βούτυρο το οποίο φύλαγαν στα
πιθάρια όλο τον χρόνο, (λόγος για ψυγείο να μη γίνετε) και που έδινε την
ιδανική νοστιμιά στα φαγητά που ψήνανε.
Το καλοκαίρι λοιπόν στα
μετόχια, και τον χειμώνα στο χωριό όλοι μαζί, περνούσαν ωραία, έχοντας
ιδιαίτερη έφεση στο τραγούδι και τα όργανα, πάντα υπήρχαν οργανοπαίκτες στο
χωριό, έτσι που αν γινόταν γάμος, μία εβδομάδα νωρίτερα άρχιζε το γλέντι που
σταματούσε αμέσως μετά την τέλεση του μυστηρίου. Είχαν βαθιά ριζωμένο το
αίσθημα της ιερότητας του γάμου.
Αλλά ή έφεση στο τραγούδι,
ήταν αιτία που καλλιεργήθηκαν και άλλα έθιμα, όπως, πέρα από τα συνηθισμένα
κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να έχουν και κάλαντα για τα φώτα
ακόμη και για την ανάσταση του Λαζάρου και μοιρολόγια της Παναγίας τα οποία
έλεγαν την Μεγάλη Παρασκευή μετά την Αποκαθήλωση. (Ένα μέρος από αυτά θα
διαβάσετε μαζί με την μετάφραση στα Ελληνικά σε άλλες σελίδες). Ενώ τραγούδια
όπως ο Εφυμιανός τα τραγουδούσαν όλοι μαζί στις βεγγέρες και από την συγκίνηση
δάκρυζαν.
Γενικά μπορούμε να πούμε
ότι, ο τόπος ήταν ευλογημένος και τα χωράφια απέδιναν τόσο που ικανοποιούσαν
τις ανάγκες των χωριανών, χωρίς βέβαια να λείπουν τα παράπονα και οι προστριβές
που υπάρχουν πάντα εκεί που υπάρχουν άνθρωποι.
Μετά την Μικρασιατική
καταστροφή, ήλθαν στο σημερινό χωριό μας τα Δαμάνια, χρειάστηκε πολύ δουλειά
για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους, να δημιουργήσουν νέες περιουσίες σε
βουνά ακαλλιέργητα. Η ομόνοια όμως που πάντα είχαν και ο κοινός σκοπός, αλλά
περισσότερο από όλα ο κοινός τρόπος σκέψης ήταν αυτό που τους έδωσε την δύναμη
να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν ένα χωριό από το τίποτα.
Μετέφεραν
πολλά από τα έθιμα στις νεώτερες γενιές μέχρι τις μέρες μας, άλλα χάθηκαν άλλα
κρατούν ακόμα και άλλα αφομοιώνονται και προσαρμόζονται στα κρητικά έθιμα τόσο
που χάνεται ή ιδιαιτερότητα του χωριού μας.
Από αυτά που χάνονται είναι
και της Μεγάλης Παρασκευής το μοιρολόι μετά την αποκαθήλωση, οι γυναίκες που τα
λένε σήμερα είναι λιγοστές και αυτές μεγάλης ηλικίας, αλλά και ή τούρκικη
γλώσσα δεν είναι κτήμα των νεώτερων, ενώ τα κάλαντα του Λαζάρου δεν υπάρχουν
καν γραφτά. Τα βιολιά στο χωριό δεν παίζουν πλέον και άντ’ αυτών ακούμε τα κασετόφωνα να λένε τραγούδια
κατά κανόνα ξένα. Το πέρασμα κάθε ημέρα του φούρναρη, τείνει να καταργήσει
εντελώς το ζύμωμα, οι νεώτεροι σε λίγα χρόνια δεν θα ξέρουμε πως είναι το
ζυμωτό ψωμί ενώ για τυροκομειό δεν γίνεται καθόλου λόγος.
Για όλα αυτά βέβαια πρέπει
να αποδίνομε ευθύνες στην πρόοδο και στην σύγχρονη τεχνολογία που μας επιτρέπει
να έχουμε αγαθά που ούτε στο όνειρο τους δεν θα βλέπανε οι πατεράδες μας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου