Άγιε μου Γιώργ’ αφέντη μου και χρυσοκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σταυρό και με χρυσό κοντάρι,
έλα κ’ ελθέ στον τόπο μας σ’ ένα βαθύ λειβάδι
που βρίσκεται ένα θεριό,άγριο λεοντάρι.
Κεί στη χώρα μας ένα βαθύ πηγάδι
και δεν αφήνει άνθρωπο σταξιά νερό να πάρει.
Ο βασιλιάς επρόσταξε να ρίξουνε πουλούτια
και σ’ όποιον πέσουνε αυτά στον δράκο να τον πάνε.
Και τα πουλούτια πέσανε στη δόλια βασιλοπούλα,
καμάρι της βασίλισσας, χαρά του βασιλέα.
«Όλο το βιό μου πάρετε, την κόρη μου αφήστε,
κ’ είναι το μόνο μου παιδί, το μόνο μου καμάρι.»
Σωρεύτην όλος ο λαός, πάγει στον βασιλέα:
«Για δίνεις μας την κόρη σου, για παίρνουμε εσένα.»
«Στολίστε την τήν κόρη μου και κάμετε την νύφη,
με όλα τα διαμάντια της και τα μαργαριτάρια.
Εκεί σαν την επήγανε ατού πηγαδιού τα χείλη,
έπιασαν και την έδεσαν με μαύρην αλυσίδα.
Κ’ η κόρη από τον φόβο της καλεί τον Άγιο Γιώργη:
«Άγιε μου Γιώργη γλύτω με και θα σε ζωγραφίσω.»
Τον λόγο δεν τελείωσε κ’ εφάνη ένας νέος:
«΄Αφσε με, κόρη, να κοιμηθώ, στο γόνατο σου λίγο,
και σαν αφρίσει το νερό, πες μου: σήκω πάνω
κ’ εγώ τον δράκο, το θεριό, με μιας θα το σκοτώσω.»
Σήκω απάνω κ’ έρχεται, να, το νερό αφρίζει,
κι’ ο δράκοντας για μένανε τα δόντια του τα τρίζει.»
Σηκώθηκ’ ετοιμάσθηκε και κάνει τον σταυρό του.
Μια κονταριά τον χτύπησε και σκίζει το λαιμό του.
«Πάνε κόρη, στη μάνα σου, πάνε στα γονικά σου
«Για πες, για πες αφέντη μου, τι είναι τ’ όνομα σου;
«Άγιο Γιώργη με λέγουνε απ’ την Καππαδοκία.
Θέλω να κάνεις χάρισμα μιαν όμορφ’ εκκλησία.
Γράψε και στη δεξιά μεριά, γράψ’ εναν καβαλάρη,
αρματωμένον με σταυρό και με χρυσό κοντάρι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου