ΑΒΡΑΑΜ

ΔΑΜΑΝΙΑ : Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι Δαμάνια χθες σήμερα και αύριο.Η τεχνική Λίμνη των Δαμανίων βρίσκεται στο Δήμο Αρχανών Αστερουσίων λίγα μέτρα από τα σπίτια του χωριού. Η λίμνη στα Δαμάνια είναι από τις πιο όμορφες που διαθέτει όλη η Κρήτη η οποία σε συνδυασμό με το γαλήνιο τοπίο τριγύρω αποτελούν μια θαυμάσια πρόταση για μια μικρή απόδραση όχι πολύ μακριά από το Ηράκλειο. Υπάρχει μονοπάτι και χωματόδρομος περιμετρικά της λίμνης για περπάτημα και παρατήρηση των λουλουδιών αλλά και των πολλών πουλιών που ανακάλυψαν πολύ γρήγορα αυτό το νέο υδροβιότοπο.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ

Ιερομόναχος

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ

(1895-1965)

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας. Το έργο του ξεχωρίζει για το ιδιότυπο ύφος του και τον έντονα χρωματισμένο λόγο του. Ο Κόντογλου διοχετεύει στα έργα του τη βαθιά αγάπη του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και τη μεγάλη αφοσίωση στις παραδώσεις μας και στην ορθοδοξία. Παράλληλα με την πεζογραφική του επίδοση, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και αναδείχτηκε ένας από τους πιο σημαντικούς αγιογράφους.


Τ

ο καιρό πού φανερωθήκανε οι Τούρκοι στη Μικρά Ασία ήτανε μία μικρή φυλή. Για να πληθύνουνε, πιάσανε κι αλλαξοπ-ιστούσανε τους ντόπιους, πού οι περισσότεροι ήτανε Έλληνες. Μ’ αυτό τον διαβολικό τρόπο, πού λένε πώς τον σοφίσθηκε ένας ιμάμης, από μικρή φυλή, γινήκανε ένα μεγάλο έθνος. Αλλά αυτός ο τεχνικός τρόπος για να πληθαίνουνε έπαψε κάποτε, και πιάσανε πάλι να λιγοστεύουνε. Ο Γερμανός καθηγητής Krumbacher γράφει πώς όσον καιρό η Τουρκία θρεφότανε από τους λαούς πού είχε σκλαβώσει κι από τα πλούτη πού ήταν μαζεμένα επί αιώνες, μεγάλωνε και δυνάμωνε, ως πού έγινε ο φόβος της Ευρώπης, αλλά σαν περάσανε πια κείνα τα ευτυχισ-μένα παλιά χρόνια, άρχισε να πίνει το δικό της αίμα, πού δεν μπαίνει στη θέση του με τίποτα.

Μ

όλο πού είχανε χαρέ-μια με πολλές γυναίκες και μ’ όλο πού ήτανε αφέντες σ’ αυτή την χώρα, ολοένα κατρακυλού-σανε, αντί να πάνε μπροστά. Σ’ αυτό συνέργησε πολύ η αδιάκοπη στρατολ-ογία μα περισσότερο η παρά φύση ασωτία κι ο εκφυλισμός ήτανε η αιτία πού αραίωνε ολοένα ο τούρκικος πληθυσμός, βάλε και την κακή διοίκηση, μ’ όλο πού την ίδια διοίκηση την είχανε και οι Έλληνες ραγιάδες, και μάλιστα πολύ χειρότερη.

Ο

Έλληνας αντέχει πολύ περισσότερο από τον Τούρκο, γιατί έχει περισσότερη ζωή μέσα του, κι η εξυπνάδα του τον δυναμώνει, το πνεύμα του τον στερεώνει, η εργατικότητα του κάνει την ζωή του πιο ευχάριστη, κι αυτόν πιο ανοιχτόκαρδο κ’ αισιόδοξο. Ενώ ο Τούρκος, έχει πολλά καλά, είναι καλοκάγαθος, απλοϊκός και φιλόξενος, σαν δεν τον πιάσει ο φανατισμός πού τον κάνει από πρόβατο θηρίο, αλλά είναι βαρύς και αδιάφορος, δεν αγαπά την δουλειά, δεν έχει το κέφι που έχει ο Έλληνας, κι αυτή τη φυσική νωθρότητα του χειροτερεύει από την πίστη πού έχει στο «κισμέτ», το γραφτό, κι έτσι, κι η λίγη δραστηριότητα του χάνεται ολότελα.

Οι Τούρκοι δεν αγαπούνε τη θάλασσα, τη θαλασσινή ζωή και το εμπόριο, γι’ αυτό φεύγουνε από την ακροθαλασσιά και τραβάνε παραμέσα στη στεριά. Ενώ οι Έλληνες κατοικούσανε οι περισσότεροι κοντά στη θάλασσα, και κάμανε το εμπόριο με τα καράβια, πηγαίνο-ντας μέχρι το ΜΙσίρι, τη Ρουμανία, τη Ρουσία το Τριέστι και τη Μαρσίλα. Κοντά στο εμπόριο οι Έλληνες είχανε στα χέρια τους όλες τις τέχνες και κάθε επιχείρηση.

Μετά το 1800, ο τούρκικος πληθυσμός της Μικράς Ασίας αραίωσε πολύ, κι η κυβέρνηση, για να τον δυναμώσει, έφερε στην Ανατολή πολλούς Τούρκους από τις χώρες πού είχανε λευτερωθεί, όπως την Παλιά Ελλάδα, από την Μποσνία, από την Αυστρία, από την Βουλγαρία, καθώς και πολλούς Τσερκέζους από την Ρωσία, ως το 1900. Αυτοί ήτανε οι λεγόμενοι μουατζίριδες. Αλλά και πάλι δεν μπορέσανε αυτοί οι μετανάστες να δυναμώσουνε τον τούρκικο πληθυσμό. Μάλιστα φέρανε στη Ανατολή μεγάλη αναστάτωση. Τελευταία πήγανε στη Μικρά Ασία κι οι πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά κι από την Κρήτη, κ’ έτσι οι δυσκολίες πληθύνανε, μ’ όλη την απέραντη γη πού έχουνε οι Τούρκοι στην εξουσία τους.

Π

ολλοί Ευρωπαίοι, επιστήμονες, δημοσιογράφοι κι άλλοι, πού ταξιδέψανε στην Ανατολή κατά τα τελευταία χρόνια, προ πάντων πριν τα !900, έχουνε γράψει πολλά γι’ αυτήν την κατάσταση της Μικράς Ασίας.

Ο

σπουδαίος Γάλλος γεωγράφος Reclus έχει γράψει:

«Οι Τούρκοι είναι εξαντλημένοι. Η στρατολογία κοντεύει να τους εξοντώσει. Έχουνε και κάποια απάθεια, πού τους κάνει να μην ενδιαφέρονται για την κατάσταση του κράτους των. Κ’ έτσι διατρέχουνε το μεγαλύτερο κίνδυνο, γιατί έχουνε συναγωνιστές τους Έλληνες, πού είναι προικισμένοι με πολύ δυνατή πρωτοβουλία. Οι Τούρκοι δεν μπορούνε να τα βγάλουνε πέρα με τους Έλληνες, επειδή δεν πολεμάνε με τα ίδια όπλα, και δεν ξέρουνε ξένες γλώσσες, όπως οι Έλληνες. Είναι αγράμματοι και απλοϊκοί, ενώ οι Έλληνες είναι αντίπαλοι ικανοί και πολυμήχανοι. Οι Τούρκοι δεν βιάζονται ποτέ, ενώ οι Έλληνες είναι όλο βιαστικοί....Σιγά-σιγά εκτοπίζονται από τα παραθαλάσσια και γυρίζουνε πάλι στη νομαδική ζωή πού ζούσαν στα παλιά χρόνια. Από τις μεγάλες πολιτείες φύγανε κιόλας οι περισσότεροι, ενώ άλλη φορά ήτανε οι πιο πολλοί. Στη Σμύρνη, θαρρεί κανείς πώς δεν είναι αφεντικά, αλλά πώς ζούνε χατιρικά κοντά στους άλλους»

Ο

λοι οι ξένοι που ταξιδέψανε κατά καιρούς στη Μικρά Ασία, θαυμάσανε πώς μπορέσανε οι Έλληνες να μην εξοντωθούνε, ύστερα από τόσα πού πάθανε επί αιώνες.

Ο Quinet γράφει πάς οι Έλληνες φαίνονται πώς είναι καθαροί απόγονοι των αρχαίων. Όσοι κατοικούνε κοντά στη θάλασσα είναι λέγει, ζωηρότεροι, και μιλούνε καθαρά ελληνικά. Μπορεί κανένας να δει ανάμεσα τους κάποιους πού μοιάζουνε ολότελα με τα αρχαία αγάλματα. Όσοι κατοικούνε μέσα στη στεριά, μιλάνε τα τούρκικα σαν Τούρκοι, κι είναι πιο απλοϊκοί από τους άλλους. Εκτός από την γεωργία, αυτοί κρατάνε στα χέρια τους το εμπόριο, μαζί με τους Αρμένηδες.

Ο

Αυστριακός αρχαιολόγος Benrdori, στο ημερολόγιο του ταξιδιού του, γράφει πώς στο Λιβύσι της Λυκίας τον φιλοξενήσανε σ’ ένα ελληνικό σπίτι, και τον υπηρετούσε ένας νέος με ψηλή κορμοστασιά, πού και στο σώμα και στην ευγένεια της ψυχής ήτανε ίδιος αρχαίος Έλληνας.

Ο Dutemple γράφει πώς η Ελληνική φυλή διατήρησε τις αγνές γραμμές και κάποια ευγένεια αξιοθαύμαστη, ακόμα και στις πιο λαϊκές τάξεις.

Ο Perrοt γράφει πώς οι Έλληνες είναι οι πιο έξυπνοι, οι πιο προοδευμένοι και οι πιο φιλόδοξοι απ’ όλους τους υπηκόους του σουλτάνου.

Ο

Quinet γράφει αλλού πώς οι Έλληνες της Μικράς Ασίας έχουνε όλα τα χαρίσματα πού είχανε οι αρχαίοι Έλληνες της Σμύρνης, της Εφέσου, της Περγάμου και της Μιλήτου. Είναι λέγει, οι πιο πολιτισμένοι κ’ οι πιο πλούσιοι, κ’ είναι οι καλύτεροι τεχνίτες, άριστοι γεωργοί, δραστήριοι οικονομολόγοι.

Ο

Henri Mathieu γράφει πώς οι Έλληνες Μικρασιάτες, και στα μέρη πού ζούνε μαζί με τους Τούρκους, ξεχωρίζουνε από τη ζωηρότητα πού έχει πάντα ο Έλληνας, και θαυμάζει κανένας πώς κληρονομήσανε όλοι την ευστροφία του μυαλού πού είχανε οι αρχαίοι. «Κατά βάθος» λέγει «ο ελληνικός χαρακτήρας είναι ο ίδιος με τους αρχαίους, κι ο φιλόσοφος περιηγητής ξαναβρίσκει τη φυλή εκείνη των ηρώων κάτω από τη σκουριά της σκλαβιάς, όπως αναγνωρίζει τ’ αρχαία μνημεία κάτω από τη σκουριά των αιώνων»

Ο

Γερμανός βυζαντινολόγος Gelzer γράφει:

«Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είναι φυλή πολύ ζωηρή, αξιαγάπητοι και επιχειρηματική. Χωρίς αμφιβολία, αυτοί φέρνουνε τον πολιτισμό σ’ αυτές τις χώρες. Η Σμύρνη των απίστων (Γκιαούρ Ιζμίρ) έχει πληθυσμό, χριστιανικό και ελληνικό, περισσότερο από τον μουσουλμανικό, κ’ είναι το σπουδαιότερο κέντρο αυτού του ανατολίτικου Ελληνισμού.»

Ε

νας από τους πιο ενθουσιώδεις ξένους, ο Γερμανός Philippson, γράφει στην ιστορία του ταξιδιού του στην Μικρά Ασία:

«Στα ταξίδια πού έκανα στα χωριά που βρίσκονται στην κάτω κοιλάδα του Καϊκου, είχα μαζί μου για ιπποκόμο ένα Έλληνα, πού η καθεαυτού δουλειά του ήτανε φούρναρης, κ’ είχε το ηρωικό όνομα Αχιλλέας, μαζί μ’ έναν άλλον Έλληνα Δημητρό Καράμπελα, χωροφύλακα. Κ’ οι δύο ήτανε από την Πέργαμο. Το δεύτερο το είχα μαζί μου σ’ όλα τα ταξίδια μου, κ’ ήτανε αφοσιωμένος σε μένα. Είχε σπάνια ικανότητα, είτε σαν χωροφύλακας(ζαπιές), είτε σαν υπηρέτης και διερμηνέας. Ο Καράμπελας ήτανε άνθρωπος πού μπορούσα να του εμπιστευθώ τα πάντα. Στα 1902 αναγκάστηκε να φύγει από την κυβερνητική υπηρεσία, ένας από τους τελευταίους χριστιανούς πού υπηρετούσανε στην τούρκικη χωροφυλακή, και τόνε πήρα κοντά μου κατά το τελευταίο ταξίδι μου. Και στα άλλα ταξίδια πού έκανα σ’ όλη την Τουρκία, πάντα έπαιρνα κοντά μου ντόπιους Έλληνες. Τέτοια τιμιότητα, πίστη και αφοσίωση πού βρήκα σ’ όλα τα ταξίδια πού έκανα στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία από τους Έλληνες πού πήρα στην υπηρεσία μου, σπάνια θα βρει ταξιδευτής σε άλλον λαό, όσο στον ελληνικό, πού κάποιοι επιπόλαιοι και προκατειλημμένοι Ευρωπαίοι τον κατηγορήσανε άδικα.»

Ο ίδιος ταξιδευτής λέγει πώς οι Τούρκοι δεν είναι τόσο φιλόξενοι και τίμιοι, όσο είπανε άλλοι Γερμανοί, γιατί πολλές φορές τον απατήσανε, ενώ οι Έλληνες ποτέ.

Ο

ξακουσμένος Γάλλος γεωγράφος Reclus, πού αναφέραμε παραπάνω, γράφει πολλά για τους Μικρασιάτες Έλληνες:

«Όλες οι τέχνες και τα λεγόμενα ελεύθερα επαγγέλματα είναι στα χέρια των Ελλήνων. Στις πολιτείες γίνονται γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές. Η κοινή γνώμη της Δύσης απ’ αυτούς μαθαίνει τι γίνεται στην Ανατολή, γιατί αυτοί είναι διερμηνείς και δημοσιογράφοι. Για κάθε δουλειά έχουνε τους πιο καλούς τεχνίτες. Στα σπίτια τους βλέπει κανείς αμέσως πώς διατηρήσανε από τους προγόνους τους την καλαισθησία, το μέτρο και το ρυθμό. Αν και ζήσανε επί ολόκληρους αιώνες κάτω από βάρβαρους δυνάστες και σκλάβοι, ωστόσο κάνουνε κάποια έργα με τόση δεξιοτεχνία, πού θα μπορούσανε να είναι υπόδειγμα για τους Ευρωπαίους. Στα σπίτια τους βλέπει κανένας ξυλουργήματα ωραιότατα, και τα χρώματα και τα κοσμήματα με τα οποία στολίζουν τους τοίχους είναι καμωμένα μα πολλή καλαισθησία. Στο λιμάνι της Σμύρνης η βάρκα του φτωχού καϊκτσή είναι αριστούργημα τέχνης, κομψότατη και γεροσκαρωμένη. Ακόμα κι από τον τρόπο πού τυλίγει το σκοινί στην πλώρη, βλέπει κανένας πώς ο βαρκάρης κατάγεται από λαό καλλιτεχνικό. Αυτό πού πρέπει να φοβάται κανένας είναι μήπως από την αγάπη στους νεωτερισμούς ο Έλληνας θελήσει να μιμηθεί τη Δύση και φεύγει από την δική του καλαισθησία, και τον κάνει να πάρει κάποια ξενικά πράγματα πολύ κατώτερα από τα δικά του. Επειδή είναι πολύ έξυπνος, επήρε στα χέρια του όλες τις επιχειρήσεις και τα επαγγέλματα κ’ έγινε πλούσιος ενώ οι καταχτητές του είναι κατώτεροι του. Ο σημερινός Έλληνας είναι θαλασσινός, ταξιδευτής, όπως και στα χρόνια του Ηρόδοτου, κ’ είναι πανταχού παρών. Με τη δραστηριότητα του τα βγάζει πέρα με τους Τούρκους.»

Ο

Εγγλέζος Ramsy ταξίδευε στη Μικρά Ασία δώδεκα ολόκληρα χρόνια, και γνώρισε όσο λίγοι τις φυλές πού την κατοικούνε. Λέγει λοιπόν τα παρακάτω:

«Στα τουρκικά χωριά οι γυναίκες, από όσα είδα και άκουσα, είναι πιο αδύνατες, και στο σώμα και στο πνεύμα, γιατί στην παιδική τους ηλικία ζήσανε άσκημα. Οι Ελληνίδες όμως μου κάνανε μεγάλη εντύπωση, γιατί είναι και πιο ηθικές από τους άνδρες τους, καλοκαμωμένες κ’ έξυπνες. Από τούτη τη διαφορά πρέπει κανένας να κρίνει το μέλλον για τις δύο φυλές. Οι Ελληνίδες είναι η πλούσια γη πού θα ξεπεταχτούνε οι μέλλουσες γενεές με δύναμη. Ενώ οι Τουρκάλες, όπως είναι ελαττωματικές και εξαντλημένες, θα γεννήσουνε παιδιά φτωχά και στο σώμα και στο πνεύμα. Αυτή είναι η αιτία πού εκφυλίζεται ολοένα ο τούρκικος λαός.»

Γ

ια την φιλοπατρία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, έχουνε γραφεί ακόμα περισσότερα.

Ο Bertrand γράφει:

«Είναι δύσκολο να παραστήσει κανένας τη φοβερή δύναμη πού έχει η φιλοπατρία στον Έλληνα της Μικράς Ασίας. Από όλους τους λαούς της Ανατολής, ο Έλληνας είναι ο πιο φλογερός πατριώτης, έχοντας ατράνταχτη πεποίθηση στο μεγαλείο και στο μέλλον της φυλής του»

Τα ίδια λέγει κι ο Reclus και πλήθος άλλοι ταξιδευτές.

Για την ανεξάντλητη δραστηριότητα τους λέγει ο Perrot:

«Δεν γνώρισα Έλληνα, πού να είναι ευχαριστημένος από την τύχη του. Οι Έλληνες είναι ανήσυχοι και θέλουνε ν’ ανεβούνε πάντα πιο ψηλά από κει πού βρίσκονται.»

Ο

Ramsay λέγει:

Ο καμηλαρτζής (ο καμηλάτης) πάντα είναι Τούρκος ή Τουρκομάνος. Αλλά αυτός πού έχει δικές του καμήλες και τα εμπορεύματα είναι χριστιανός»

Ο Rath γράφει πώς ο αρχαιολόγος Humann, πού εκάθησε πολλά χρόνια στη Μικρά Ασία και την γνώριζε όσο κανένας άλλος, πώς από την Προποντίδα ως τη Λυκία ο Ελληνισμός προοδεύει. «Τα τούρκικα χωριά» λέγει, «ρημάζουνε, χάνονται, κι από την άλλη φανερώνονται ελληνικά χωριά. Και την καταστροφής της τούρκικης φυλής τη δείχνουνε τ’ αμέτρητα μεζαρλίκια (νεκροταφεία) πού βλέπει κανένας, χωρίς να υπάρχει πια χωριό κοντά τους, πού να θυμάται τ’ όνομα του.»

Ο

Deschamps έγραφε τον καιρό πού πήγε στα Μύλασα:

Κ’ εδώ βλέπω πώς σχεδόν μονάχα Έλληνες απομείνανε ζωντανοί σε τούτο το κοιμητήριο της Ασίας. Τους ραγιάδες τους εμψυχώνει κάποια χαρά και φαιδρότητα. Κάνουνε πολλά παιδιά, και δεν έχουνε χαρέμια. Χτίσανε κοντά στο τζαμί και στο κονάκι τα δύο εθνικά τους φρούρια, την εκκλησιά και το σχολειό.»

Ο

Γερμανός Dieterich, καθώς και πολλοί άλλοι ξένοι πού ταξιδέψανε στη Μικρά Ασία, γράφει για την αγάπη πού έχει ο Έλληνας στα γράμματα και στην Εκκλησία. Λέγει πώς ο ζήλος του να μορφωθεί είναι έμφυτος, παλιά κληρονομιά πού την πήρε από τους προγόνους του. Το σχολείο κ’ η εκκλησιά είναι χτισμένα παντού το ένα κοντά στο άλλο. «Την Εκκλησία,» γράφει, « την τιμάνε πολύ οι Έλληνες, γιατί αυτή έσωσε την εθνική ιδέα κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, επειδή είχε αναλάβει χρέη διοικητικά και πολιτικά. Η σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και στο σχολείο είναι πολύ διαφορετική απ’ ότι στη δυτική Εκκλησία, γιατί η ελληνική Εκκλησία δεν εννοεί να κυριαρχεί απάνω στο σχολείο, αλλά να το υπηρετεί και να το κάνει να προκόβει.»

Ο

Reclus γράφει για τα σχολεία των Μικρασιατών:

«Σε κάθε πολιτεία το μεγαλύτερο ζήτημα είναι τα σχολειά. Οι έμποροι, αφού τελειώσουνε τις εμπορικές υποθέσεις τους, συζητούνε για τα παιδαγωγικά, για τους καθηγητές, για το πώς θα κάνουνε τους μαθητές ν’ αγαπήσουνε το σχολείο. Όποτε τους επισκεφτεί ξένος, τον υποδέχονται στα σχολεία, τον παρακαλούνε να εξετάσει τα παιδιά και ρωτάνε τη γνώμη του για τα ζητήματα του σχολείου και της ανατροφής, γιατί ξέρουνε πώς απ’ αυτά κρέμεται το μέλλον της φυλής τους. Γι’ αυτούς, ο σπουδαιότερος σκοπός πού έχει το σχολείο, είναι να φυτέψει στην ψυχή των παιδιών τη φιλοπατρία και την πίστη πώς η φυλή τους είναι δοξασμένη σ’ όλον τον κόσμο. Όλοι οι μαθητές μαθαίνουνε τ’ αρχαία ελληνικά και διαβάζουνε τους κλασικούς συγγραφείς, για να μάθουνε το μεγαλείο και τη δόξα των προγόνων τους, πού σταθήκανε οι παιδαγωγοί σ’ όλον τον κόσμο. Σπουδάζουνε και νεότερη ιστορία, και προ πάντων τα μεγάλα κατορθώματα της Επαναστάσεως του 1821...Δεν υπάρχει θυσία πού να μην την κάνουνε οι κοινότητες για τα σχολεία, πού είναι η ελπίδα του έθνους. Αλλά κ’ οι ιδιώτες χτίζουνε σχολεία όσο είναι ζωντανοί, και στις διαθήκες τους δεν ξεχνάνε την εκπαίδευση.»

Κ

ι ο Deschamps γράφει:

«Από αιώνες οι Έλληνες αγωνίζονται να διατηρήσουνε τις παραδόσεις τους με τα σχολεία, καθώς και να φυτέψουν στις ψυχές των νέων την ελπίδα πώς κάποτε θα ξαναγεννηθεί ο Ελληνισμός. Οι πατριάρχες διατηρούσανε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Οι επαρχίες είχανε τα σχολειά τους.»

Ο

Krumbaheer γράφει:

«Το ότι όλοι οι Έλληνες αγαπάνε στο έπακρο τα γράμματα, πρέπει να το παραδεχτούνε ακόμα και οι οχτροί τους κ’ οι συκοφάντες τους.»

Οι χριστιανοί πού κατοικούσανε μακριά από την θάλασσα και μιλούσανε τούρκικα, ντρεπότανε, οι κακόμοιροι, γιατί δε γνωρίζανε ελληνικά. Ο Deschamps γράφει πώς σαν πήγε στη Σπάρτη της Πισιδίας, οι τουρκόφωνοι Έλληνες κοκκινίζανε από την ντροπή τους γιατί δεν μιλούσανε ελληνικά. Ένας απ’ αυτούς του είπε: «Λυπόμαστε πού δεν ξέρουμε την ελληνική γλώσσα, και γι’ αυτό κοκκινίζουμε.» Σαν πήγε στο σχολειό, είδε με απορία του πώς πολλοί από τους μαθητές είχανε γένια και μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς ήτανε γέροι, πατεράδες και παππούδες, πού θέλανε να μάθουνε ας ήτανε και μοναχά τ’ αλφάβητο, μαζί με τα εγγόνια τους! «Ένα θέαμα αληθινά θαυμαστό» γράφει, «πού κάνει τον επισκέπτη να έχει μεγάλες ελπίδες γι’ αυτούς τους τίμιους ανθρώπους, πού δείχνουνε τέτοια αφοσίωση στη γλώσσα των προγόνων τους.»

Στα τελευταία χρόνια οι τουρκόγλωσοι Έλληνες αρχίσανε και μιλούσανε ελληνικά, κ’ η νέα γενεά τα μιλούσε πολύ καλά, όπως γίνεται σήμερα στ’ αρβανιτοχώρια της Αττικής.

Ο

Schweinitz γράφει πώς μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, οι τουρκόγλωσοι Έλληνες νοιώσανε καλά την καταγωγή τους και, σιγά-σιγά αναφτερώθηκε το εθνικό τους φρόνιμα, προ πάντων από τα 1800.

Τα σπουδαία κέντρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού ήτανε οι παρακάτω πολιτείες:

Η Σμύρνη, το, πιο εμπορικό λιμάνι της Ανατολής, προ πάντων μετά την επανάσταση του 21, πού ξεπέρασε στο εμπόριο και την Πόλη. Κοντά στο εμπόριο καλλιεργηθήκανε και τα γράμματα, με σχολεία πού ήτανε από τα πιο αρχαία ελληνικά σχολεία της Τουρκοκρατίας, όπως ήτανε η Ευαγγελική σχολή. Τι εκκλησίες, τι λέσχες, τι νοσοκομεία, τι πτωχοκομεία, τι αδελφότητες, τι σύλλογοι, τι εφημερίδες, τι περιοδικά, τι βιβλία, τι εργοστάσια! Την ιστορία αυτής της λαμπρής πολιτείας τη γνωρίζουμε λίγο- πολύ όλοι, και δεν γράφω παραπάνω. Οι Τούρκοι τη λέγανε «Γκιαούρ Ιζμίρ», «Άπιστη Σμύρνη» δηλαδή χριστιανική.

Το Αϊβαλί (Κυδωνιές), το πιο ελληνικό μέρος της Μικράς Ασίας, γιατί σ’ όλες τις πολιτείες υπήρχανε Τούρκοι, σε πολλές είχε Αρμένηδες, Εβραίους και Λεβαντίνους, ενώ μονάχα στο Αϊβαλί είχε όλο Έλληνες, όπως να πούμε, η Καλαμάτα, η Τρίπολη, ή Πάτρα. Κι αυτό γίνηκε, γιατί ήτανε ελεύθερη, σαν κράτος ιδιαίτερο, επειδή είχε πάρει απίστευτα προνόμια από τα 1780. Τότε συστήθηκε κ’ η φημισμένη Σχολή, που φώτισε όχι μονάχα τη σκλαβωμένη Ελλάδα, αλλά και τον έξω κόσμο, αφού πολλοί σπουδαίοι Ευρωπαίοι σπουδάσανε σ’ αυτή, και την λέγανε Νέα Μίλητο. Το πατριωτικό αίσθημα πού είχανε οι Αϊβαλιώτες δεν περιγράφεται. Η πατρίδα τους χάλασε πολλές φορές από τους Τούρκους, μα ξανάνθισε, και καταστάθηκε πολύ πλούσια.

Στα 1821 είχε τριάντα δύο χιλιάδες κατοίκους. Τα τελευταία χρόνια πριν την καταστροφή, είχε φτάσει στον Κολοφώνα, κ’ είχε περισσότερους από σαράντα χιλιάδες κατοίκους, όλο Έλληνες. Ο Εγγλέζος συνταγματάρχης Wilson, έγραφε στα 1883 πώς οι Κυδωνιές είχανε πληθυσμό σαράντα χιλιάδες. Ο ίδιος ο Wilson, πού τον είχε στείλει ο Μπηκονσφηλντ να μελετήσει την κατάσταση της Μικράς Ασίας, δημοσίευσε μεγάλη έκθεση στην «Ασιατική Επιθεώρηση» του Λονδίνου, κ’ μιλά για τη μεγάλη πρόοδο πού είδε στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τόσο ώστε να βεβαιώνει πώς, αν βαστούσε έτσι η κατάσταση, μέσα σε πενήντα χρόνια οι Έλληνες θα κάνανε ένα δυνατό κράτος στην Ασία. Σ’ αυτή την έκθεση εγκωμιάζει την ακμή των Κυδωνιών, και στο τέλος λέγει: «Στις Κυδωνιές υπάρχει περισσότερη ζωή και δραστηριότητα από κάθε άλλη πολιτεία της Μικράς Ασίας, εκτός από τη Σμύρνη»

Τα Βουρλά, πού οι περισσότεροι κάτοικοι του ήτανε Έλληνες. Είχανε σπουδαία κοινότητα, πού διατηρούσε την «Αναξαγόρειον Σχολήν» ιδρυμένη στα 1760, νοσοκομείο, αδελφότητες, συντεχνίες, γεωργικό σύνδεσμο. Οι Βουρλιώτες φημίζονταν για παλικάρια σαν τους Αϊβαλιώτες.

Το Αϊδίνι, με μεγάλα παζάρια, μέρος ευτυχισμένο. Ο Quinet γράφει πώς στα 1894 το Αϊδίνι είχε είκοσι έξι χιλιάδες Τούρκους, οκτώμισι χιλιάδες Έλληνες, χίλιους τρακόσους έξι Εβραίους, διακόσους τριάντα Αρμενέους και εκατό δέκα τέσσερις καθολικούς. Πριν την καταστροφή ο ελληνικός πληθυσμός ανέβηκε σε δώδεκα χιλιάδες. Είχε καλά σχολεία. Ο Reclus έγραφε πώς οι Έλληνες πληθαίνανε και προοδεύανε σε πλούτη κι σε δύναμη και πώς μ’ όλο πού ήτανε το ένα πέμπτο του πληθυσμού, οι μισοί μαθητές ήταν Έλληνες.

Η Μαγνησία, μέσα σ’ ένα μεγάλο κάμπο, πλούσια πολιτεία. Το εμπόριο ήτανε στα ελληνικά χέρια, κ’ η ελληνική γλώσσα μιλιότανε απ’ όλους.

Η Πέργαμος, άλλη φορά ήτανε σχεδόν ολότελα τούρκικη, τα τελευταία όμως χρόνια οι Έλληνες είχανε πληθύνει πολύ, και κρατούσανε στα χέρια τους το εμπόριο. Ήτανε παραπάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες.

Η Παλιά και η Νέα Φώκια, πολιτείες ελληνικότατες. Η Παλαιά είχε οχτώ χιλιάδες τρακόσους κατοίκους, κι απ’ αυτούς οι έξι χιλιάδες τρακόσοι ήτανε Έλληνες. Η Νέα Φώκια είχε εφτάμισυ χιλιάδες κατοίκους, όλους Έλληνες.

Το Αδραμύτι, πολιτεία πολύ αρχαία, αρχαιότερη από την Τρωάδα, είχε πλούσια κοινότητα. Οι μισοί κάτοικοι ήτανε Έλληνες ευκατάστατοι, με καλά σχολεία.

Η Προύσα, η ξακουστή πολιτεία, πρώτη πρωτεύουσα των Τούρκων. Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες είχανε πληθύνει, με καλά σχολεία, τα λεγόμενα Ζαρίφεια από τον ευεργέτη Γ.Ζαρίφη.

Α

λλά το άσπρο χαρτί πού μου απόμεινε είναι λίγο για να γράψω με τα καθέκαστα και τις άλλες ελληνικές πολιτείες της Μικράς Ασίας ή τουλάχιστον, όσες είχανε ζωντανούς Έλληνες, όπως ήτανε τα Σώκια, ο Τσεσμές, τα Αλάτσατα, το Ντικελί, το Φρενέλι, το Γιανιτσαροχώρι, η Αρτάκη, η Πάνορμος, ο Μαρμαράς, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καρά Χισάρ, η Κιουτάχεια, το Αξάρι, ή Φιλαδέλφεια, ο Κασαμπάς, το Ναζλί, το Ντενιζλί, η Αττάλεια, η Μάκρη και ο πλήθος άλλες ελληνικές πολιτείες.

Μα ποιος να μετρήσει και να ιστορίσει τις ελληνικές πολιτείες του Πόντου, αρχαιότατα κάστρα του Ελληνισμού, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, τη Σινώπη, τα Κοτύωρα, και τόσες άλλες; Η τις πολιτείες της Καππαδοκίας, πού στάθηκε η Αγία Τράπεζα της ορθοδοξίας, την Καισαρεία, το Μουταλάσκι, τη Σινασό;

Ο

λοι οι Έλληνες, σε κάθε χώρα, αγαπούνε τη θρησκεία τους. Οι Μικρασιάτες όμως την αγαπούνε ακόμα περισσότερο. Η Μικρά Ασία ήτανε Βυζάντιο. Οι εκκλησιές ήτανε ακαταμέτρητες. Κι όλοι μικροί-μεγάλοι, ακόμα και οι γυναίκες, ξέρανε να ψέλνουνε. Η παράδοση ήτανε ολοζώντανη στις καρδιές τους. Κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, πλήθος χριστιανοί μαρτυρήσανε και αγιάσανε. Είναι γραμμένοι σ’ ένα βιβλίο λεγόμενο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Για τους Έλληνες η θρησκεία είναι τόσο σπουδαία, όσο σε κανένα άλλον λαό. Θρησκεία και πατρίδα είναι μαζί. Όσο είχε πίστη ο Έλληνας, οι διάφορες προπαγάνδες δεν κάνανε τίποτα. Τώρα μοναχά, πού μπήκε η απιστία σε πολλές ελληνικές ψυχές, κι ο υλισμός κ’ η καλοπέραση καταστρέψανε την πνευματική ευαισθησία τους, τώρα οι διάφορες προπαγάνδες απλώσανε στο έθνος μας.

Σ

αν χριστιανός, ποθώ να βλέπω να ζούνε σαν αδέλφια όλοι οι άνθρωποι, να μην οχτρεύονται ο ένας τον άλλο. Οι Έλληνες κ’ οι Τούρκοι ζήσανε αιώνες ο ένας δίπλα στον άλλον. Αν δεν κάνω λάθος, οι Έλληνες είναι πιο βολικοί για μια τέτοια ειρηνική ζωή. Δεν το λέγω επειδή είμαι Έλληνας, αλλά γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Ο φλογερός πατριωτισμός πού έχουμε, δεν εκφυλίζεται ποτέ σε σιχαμερό σωβινισμό. Κι ούτε οχτρεύουνται οι Έλληνες τους ξένους, μάλιστα τους αγαπάνε τόσο πού το παρακάνουνε. Οι αιχμάλωτοι πού πιάσανε στους πολέμους, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Τούρκοι, οι ίδιοι μαρτυρούνε πώς ο Έλληνας είναι μεγαλόψυχος στους οχτρούς του, και ξεχνά γρήγορα το κακό πού του έκανε ο άλλος. Οι Εβραίοι, πού κακοπαθήσανε και μαρτυρήσανε σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα ζήσανε και ζούνε σαν να’ ναι στον τόπο τους, κι αυτό το λένε μ’ ευγνωμοσύνη. Το ίδιο κ’ Αρμένηδες. Και τούτο το φαινόμενο έχει μεγαλύτερη σημασία, αν συλλογιστεί κανένας τα στενά σύνορα μας και τη φτώχεια μας, σε καιρό πού άλλες χώρες πλούσιες και απέραντες δε χωνεύουνε τον ξένο πού πάτησε στο χώμα τους. Σε καμιά χώρα ο ξένος, όποιος κι αν είναι, δε ζει με τόση ελευθερία και τόσο ευχάριστα όσο στην Ελλάδα, στη μικρή, στη φτωχή και στη χιλιοαδικημένη Ελλάδα.


ΤΑ ΜΙΣΟΤΗΓΑΝΙΣΜΈΝΑ ΨΑΡΙΑ

«Όταν έπαιρναν οι Τούρκοι την πόλη, ένας καλόγερος ετηγάνιζε εφτά ψάρια στο τηγάνι . Τα είχε τηγανίσει από τη μια μεριά, κι όταν ήταν να τα γυρίσει από την άλλη, έρχεται ένας και του λέει πως πήραν οι Τούρκοι την πόλη.

-Τότε θα το πιστέψω αυτό, λέει ο καλόγερος , αν τα τηγανισμένα ψάρια ζωντανέψουν...

Δεν απόσωσε το λόγο και τα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά κι έπεσαν στο νερό εκεί κοντά. Κι είναι ως τα σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια στο Μπαλουκλί και θα φαίνονται έτσι μισοτηγανισμένα, ως να ΄ρθει η ώρα να πάρουμε την πόλη.

Τότε λένε, θα έρθει ένας άλλος καλόγερος να τ΄ αποτηγανίσει.»

09KONDOG Κυριακή, ‎16 ‎Ιουλίου ‎1995, ‏‎9:04:22 PM

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου