-->
Πατρίδα με την στενή έννοια του όρου σημαίνει τόπος που κατοικούν άνθρωποι της ίδιας φυλής, ίδιας γλώσσας, ίδιας θρησκείας με ίδιες συνήθειες και γενικά με τα ίδια ήθη και έθιμα.
Στη διάβα των αιώνων, οι πόλεμοι και οι ανακατατάξεις δημιούργησαν νέες πατρίδες για ορισμένους ανθρώπους. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι πρόσφυγες, που με νοσταλγία ομιλούν για αλύτρωτες και σκλαβωμένες πατρίδες, περιγράφοντας την ζωή τους εκεί με παραστατικότητα, πιστεύοντας ότι ήταν ή καλύτερη που μπορούσε να γίνει.
Προερχόμαστε από μία τέτοια πατρίδα και εμείς, το χωριό Τσίβλικ, κοντά στη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας, από όπου όταν κυνηγημένοι έφυγαν οι παππούδες μας δεν μπόρεσαν να πάρουν τίποτα από τα υπάρχοντα τους, τίποτα από το νοικοκυριό τους, τίποτα από την περιουσία τους, και όμως σε αυτή την δύσκολη στιγμή μπόρεσαν να πάρουν τις εικόνες για να μη πέσουνε σε χέρια βέβηλα, έτσι σήμερα στο σκευοφυλάκιο της Εκκλησίας μας να βρίσκονται πολύτιμη παρακαταθήκη και σημείο αναφοράς για εμάς τους νεώτερους τρεις εικόνες και ένας Σταυρός.
Αναφέρουμε εδώ αυτούς που τις παράδωσαν στο ναό για φύλαξη και μνημόσυνο αιώνιο.
ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ Γεώργιος Κεαλάρ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Μαριγώ Χατζιβασιλείου.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ Σωφρονία Ασλάνογλου
ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ Μαρία Μωισόγλου.
-->
Σαν απόδειξη το πόσο βαθιά ήταν χαραγμένη η πίστη στην καρδιά τους. Με την πεποίθηση ότι το ίδιο θα ίσχυε και στα Δαμάνια όταν ήλθαν, ζήτησαν ιερέα δικό τους, θεωρώντας αδιανόητο, ότι είχαν στην μουσουλμανική Τουρκία να τους λείπει εδώ στην Χριστιανική Ελλάδα,
Πώς ζούσαν όμως στη πατρίδα; Εκείνη μάλιστα την εποχή, που δεν υπήρχε το ηλεκτρικό ρεύμα και γενικά η εξέλιξη δεν είχε κάνει τα άλματα των τελευταίων χρόνων;
Το σίγουρο είναι ότι ζούσαν αρμονικά με τους Τούρκους για πολλές γενιές, και με νοσταλγία πολύ οι πιο μεγάλοι θυμούνται καλές στιγμές, όταν τα απόβραδα μαζευόντουσαν πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο να κουβεντιάσουν και να τραγουδήσουν κανένα αμανέ. Έτσι εξηγείται γιατί ποτέ δεν εξ έμεινε το χωριό από ψάλτες. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα κασετόφωνα για ν΄ ακούνε παθητικά ήταν όλοι ενεργά μέλη της παρέας.
Τα εισοδήματα τους τότε προερχόταν κυρίως από τα σπαρτά (Σιτάρι κριθάρι καλαμπόκι) που άλεθαν στο νερόμυλο του Ουστάμπαση, και από τα καρπούζια που ερχόταν καράβι από την Βηρυτό και φόρτωνε.
Το καλοκαίρι τα μποστάνια γέμιζαν από ζαρζαβάτια, ενώ το ποτάμι δίπλα τους έδινε τα ψάρια που χρειάζονταν, και όταν το χειμώνα πάγωνε ανοίγανε τρύπες στον πάγο και από εκεί βγαίνανε τα χέλια και τα πιάνανε. Το χειμώνα επίσης στις φουσκοθαλασσιές γέμιζε και ή αλυκή νερό που το καλοκαίρι αφού εξατμιζόταν μαζεύανε το αλάτι.
Παροιμιώδη δε είναι τα ορτύκια που είχαν, τόσα πολλά που τα παρομοίαζαν με εκείνα που έστειλε ο Θεός στην έρημο να χορτάσει τους Ισραηλίτες, τα πιάνανε είτε με το όπλο, είτε ορισμένοι βέβαια, με γεράκια εκπαιδευμένα.
Το κάθε σπίτι είχε και λίγα προβατοειδή, άλλο μία άλλο δύο κατσίκες και εξοικονομούσαν το κρέας που χρειάζονταν και το γάλα με τα παράγωγα του, τυρί βούτυρο κ.λ.π. ιδιαίτερα το βούτυρο το οποίο φύλαγαν στα πιθάρια όλο τον χρόνο, (λόγος για ψυγείο να μη γίνετε) και που έδινε ιδανική νοστιμιά στα φαγητά που ψήνανε.
Το καλοκαίρι λοιπόν στα μετόχια, και τον χειμώνα στο χωριό όλοι μαζί, περνούσαν ωραία, έχοντας ιδιαίτερη έφεση στο τραγούδι και τα όργανα, πάντα υπήρχαν οργανοπαίκτες στο χωριό, έτσι που αν γινόταν γάμος, μία εβδομάδα νωρίτερα άρχιζε το γλέντι που σταματούσε αμέσως μετά την τέλεση του μυστηρίου. Είχαν βαθιά ριζωμένο το αίσθημα της ιερότητας του γάμου.
Αλλά ή έφεση στο τραγούδι, ήταν αιτία που καλλιεργήθηκαν και άλλα έθιμα, όπως, πέρα από τα συνηθισμένα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να έχουν και κάλαντα για τα φώτα ακόμη και για την ανάσταση του Λαζάρου και μοιρολόγια της Παναγίας τα οποία έλεγαν την Μεγάλη Παρασκευή μετά την Αποκαθήλωση. (Ένα μέρος από αυτά θα διαβάσετε μαζί με την μετάφραση στα Ελληνικά σε άλλες σελίδες). Ενώ τραγούδια όπως ο Εφυμιανός τα τραγουδούσαν όλοι μαζί στις βεγγέρες και από την συγκίνηση δάκρυζαν.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι, ο τόπος ήταν ευλογημένος και τα χωράφια απέδιναν τόσο που ικανοποιούσαν τις ανάγκες των χωριανών, χωρίς βέβαια να λείπουν τα παράπονα και οι προστριβές που υπάρχουν πάντα εκεί που υπάρχουν άνθρωποι.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ήλθαν στο σημερινό χωριό μας τα Δαμάνια, χρειάστηκε πολύ δουλειά για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους, να δημιουργήσουν νέες περιουσίες σε βουνά ακαλλιέργητα. Η ομόνοια όμως που πάντα είχαν και ο κοινός σκοπός, αλλά περισσότερο από όλα ο κοινός τρόπος σκέψης ήταν αυτό που τους έδωσε την δύναμη να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν ένα χωριό από το τίποτα.
Μετέφεραν πολλά από τα έθιμα στις νεώτερες γενιές μέχρι τις μέρες μας, άλλα χάθηκαν άλλα κρατούν ακόμα και άλλα αφομοιώνονται και προσαρμόζονται στα κρητικά έθιμα τόσο που χάνεται ή ιδιαιτερότητα του χωριού μας.
Από αυτά που χάνονται είναι και της Μεγάλης Παρασκευής το μοιρολόι μετά την αποκαθήλωση, οι γυναίκες που τα λένε σήμερα είναι λιγοστές και αυτές μεγάλης ηλικίας, αλλά και ή τούρκικη γλώσσα δεν είναι κτήμα των νεώτερων, ενώ τα κάλαντα του Λαζάρου δεν υπάρχουν καν γραφτά. Τα βιολιά στο χωριό δεν παίζουν πλέον και άντ’ αυτών ακούμε τα κασετόφωνα να λένε τραγούδια κατά κανόνα ξένα. Το πέρασμα κάθε ημέρα του φούρναρη, τείνει να καταργήσει εντελώς το ζύμωμα, οι νεώτεροι σε λίγα χρόνια δεν θα ξέρουμε πως είναι το ζυμωτό ψωμί ενώ για τυροκομειό δεν γίνεται καθόλου λόγος.
Για όλα αυτά βέβαια πρέπει να αποδίνομε ευθύνες στην πρόοδο και στην σύγχρονη τεχνολογία που μας επιτρέπει να έχουμε αγαθά που ούτε στο όνειρο τους δεν θα βλέπανε οι πατεράδες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου